Το χώμα που πατάς απόγονε του Μωυσή
κάποιοι το πατούσανε πριν έρθεις εσύ
κι όμως κατάφερες με αίμα να βαφτεί
και να επιφέρεις την καταστροφή
Κάθε χαραυγή που μία μάνα κλαίει
κι από τα μάτια της δάκρυ στάζει
και η μέρα σταματάει να χαράζει
το αίμα του λαού σιγοβράζει
Εκείνου που δεν έχει για να θάψει τους νεκρούς
γιατί το χώμα γέμισε από τα πτώματα
εκεί που δεν ταϊζονται τα πεινασμένα στόματα
κι αντί για σπίτια, ζουν στα χαρακώματα
Την ώρα που εσύ ψάχνεις βοήθεια στα λόμπι
κάποιοι μάθανε να ζούνε σαν τα ζόμπι
γιατί το κλάμα ενός μικρού παιδιού
αντανακλάται στο φως του φεγγαριού
Πες μου, δεν σε συγκινεί ο πόνος μίας μάνας;
δεν σε συγκινεί το κλάμα ενός παιδιού;
δεν σε συγκινεί που κάποτε κι εσύ
ήσουνα στη θέση εκείνου του λαού
Εκείνου του λαού που πονάει κάθε μέρα
εκείνου του λαού που ζει από μια σφαίρα
εκείνου του λαού που κρεμιέται απ’το θεό του
μπας και βρει ελπίδα στο όνειρο του
Λευτεριά στην Παλαιστίνη
βάλτε τέλος στην γαμημένη τη σφαγή
δεν βαρεθήκατε να ακούτε
την διεθνή κατακραυγή Σιωνιστή;
Από τότε που λεγόνταν φιλισταίοι
του άγιου τόπου πληρώνανε τα χρέη
αυτή η μάχη του Γολιάθ και του Δαβίδ
έχει εξ ολοκλήρου αντιστραφεί